- ἐμβρύοικος
- ἐμβρύοικος [ῠ], ον, ([etym.] ἐν, βρύον, οἰκέω)A dwelling in sea-weed,
ἄγκυρα AP6.90
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄγκυρα AP6.90
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβρύοικος — ἐμβρύοικος, ον (Α) φρ. «ἐμβρύοικος ἄγκυρα» η άγκυρα που βρίσκεται (κατοικεί) μέσα στα βρύα τής θάλασσας … Dictionary of Greek
ἐμβρύοικος — dwelling in sea weed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρύοικον — ἐμβρύοικος dwelling in sea weed masc/fem acc sg ἐμβρύοικος dwelling in sea weed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)